καλοφούρτουνος

καλοφούρτουνος
-η, -ο
καλότυχος, καλορίζικος, τυχερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + φουρτούνα < ιταλ. fortuna < λατ. fortuna «καλή τύχη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”